- ουροποιητικός
- η , ό[ν] образующий мочу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ουροποιητικός — ή, ό 1. αυτός που παράγει ούρα 2. φρ. «ουροποιητικό σύστημα» ανατ. σύστημα οργάνων το οποίο αποτελείται από τους νεφρούς, και από τις απαγωγούς ουροφόρους οδούς, δηλαδή τις νεφρικές κάλυκες και τη νεφρική πύλεο, την ουροδόχο κύστη, τους ουρητήρες … Dictionary of Greek
ουροποιογεννητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ουροποιητικά και στα γεννητικά όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουροποιητικός + γεννητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Ευ. Καλλιοντζή] … Dictionary of Greek